Originally developed in French as altermondialisme, it has been borrowed into English in the form of altermondialism or altermondialization. It defines the stance of movements opposed to a neoliberal globalization, but favorable to a globalization respectful of human rights, the environment, national sovereignty, and cultural diversity.

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Το θεωρητικό σχήμα Μητρόπολης - Περιφέρειας

Το θεωρητικό σχήμα Μητρόπολης - Περιφέρειας

Μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, με βάση το θεωρητικό πλαίσιο όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από τις κλασικές θεωρίες του ιμπεριαλισμού εμφανίστηκε μια σειρά από θεωρητικές προσεγγίσεις που ερμήνευαν τις διεθνής οικονομικές σχέσεις ως σχέσεις εκμετάλλευσης και πόλωσης ανάμεσα σε ένα ανεπτυγμένο ιμπεριαλιστικό κέντρο και μια εξαρτημένη περιφέρεια. Οι εν λόγω θεωρίες ονομάστηκαν «θεωρίες μητρόπολης – περιφέρειας». Οι κυριότερες εξ’ αυτών είναι :

  • Η Λατινοαμερικάνικη προσέγγιση της εξάρτησης
  • Η θεωρία της άνισης ανταλλαγής
  • Η θεωρία της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα
  • Οι απόψεις της σχολής της Μηνιαίας Επιθεώρησης και οι ανασκευή τους από τους Cardoso και Cordoba
  • Οι θεωρία του νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας

Η Λατινοαμερικάνικη προσέγγιση της εξάρτησης

«H παραδοσιακή (λατινοαμερικάνικη) προσέγγιση χρησιμοποιεί κατ’ αρχήν τα βασικά μεγέθη της πολιτικής οικονομίας, όπως το κατά κεφαλήν εισόδημα, την ποσοστιαία συμμετοχή του πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα στο AEΠ, τους δείκτες των συνθηκών ζωής (διατροφή, περίθαλψη, εκπαίδευση κτλ.), το «κριτήριο της στενότητας του κεφαλαίου» κ.ο.κ. για να περιγράψει την υπανάπτυξη των χωρών της περιφέρειας. Από τα στοιχεία αυτά διαφαίνεται η πόλωση και το χάσμα που διαχωρίζει το επίπεδο ανάπτυξης και ευημερίας στις χώρες της μητρόπολης (HΠA, Kαναδάς, Eυρώπη, Iαπωνία, Aυστραλία) από το αντίστοιχο επίπεδο στις χώρες του Tρίτου Kόσμου (Aφρική, Aσία, Λατινική Aμερική)», (Γ. Μηλιός, Θεωρίες για τον Παγκόσμιο Καπιταλισμό, σελ. 35).

Βάση της παραδοσιακής προσέγγισης αναδεικνύονται δύο διαφορετικές κατευθύνσεις:

Η πρώτη θεωρεί ως αιτία της υπανάπτυξης των περιφερειών την οικονομική εξάρτηση. Οι χώρες – κέντρα απομυζούν τις πρώτες ύλες (πόρους) των περιφερειών και αυτή (η εξάρτηση από το ιμπεριαλιστικό κέντρο) είναι η αιτία της ευημερίας των πρώτων και της φτώχειας των δεύτερων.

Η δεύτερη κατεύθυνση δίνει βάρος στα αποτελέσματα που έχει η εξάρτηση στην εσωτερική δομή της περιφέρειας. Θεωρεί πως η ιμπεριαλιστική εξάρτηση διαστρεβλώνει την οικονομία της περιφέρειας γιατί της επιβάλλει να ειδικευθεί σ’ έναν περιορισμένο αριθμό προϊόντων χαμηλής τεχνολογίας, που παράγονται με σχετικά χαμηλό κόστος λόγω των χαμηλών μισθών και εξάγονται προς τις μητροπόλεις. H οικονομία της περιφέρειας χαρακτηρίζεται έτσι από στρεβλότητα και εξωστρέφεια. H βιομηχανική ανάπτυξη που παρατηρείται κατά τα τελευταία χρόνια σε ορισμένες χώρες του Τρίτου Κόσμου δεν αναιρεί τα βασικά χαρακτηριστικά της εξαρτημένης και περιφερειακής ανάπτυξης.

Έγινε ξεκάθαρο από την παραδοσιακή προσέγγιση ότι η υπανάπτυξη δεν αποτελεί λοιπόν ένα πρώιμο στάδιο της ανάπτυξης. Αποτελεί μέσα στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος το αναγκαστικό και μόνιμο αποτέλεσμα της κυριαρχίας του μητροπολιτικού καπιταλισμού. O Σαμίρ Aμίν θα συμπυκνώσει τις θέσεις της παραδοσιακής προσέγγισης ως εξής: «Oι περιφερειακοί σχηματισμοί, παρά τη διαφορετική τους προέλευση, έχουν την τάση να συγκλίνουν προς ένα όμοιο ουσιαστικά μοντέλο· αυτό το φαινόμενο εκφράζει σε παγκόσμια κλίμακα την αυξανόμενη ενοποιητική δύναμη του καπιταλισμού. Πράγματι, όλοι αυτοί οι σχηματισμοί έχουν κοινά τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά: 1) την πρωτοκαθεδρία του αγροτικού καπιταλισμού στον εθνικό τομέα, 2) το σχηματισμό της ντόπιας αστικής τάξης, που είναι κυρίως εμπορική, στη σκιά του κυρίαρχου ξένου κεφαλαίου, 3) την τάση για μια ιδιότυπη γραφειοκρατική ανάπτυξη, 4) τον ατελή και ιδιόμορφο χαρακτήρα των φαινομένων προλεταριοποίησης», (Γ. Μηλιός, Θεωρίες για τον Παγκόσμιο Καπιταλισμό, σελ. 35).

Η παραδοσιακή προσέγγιση αποτέλεσε την βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκαν διάφορες προσεγγίσεις του σχήματος μητρόπολης – περιφέρειας. Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίχτηκε πως η κοινωνικοοικονομική δομή της περιφέρειας παραμορφώνεται λόγω ακριβώς της εξάρτησης της από την μητρόπολη. Ο Ούγγρος θεωρητικός Tamas Szentes ισχυρίζεται πως η εξάρτηση εξαναγκάζει της περιφέρειες (υπανάπτυκτες κοινωνίες) να συγκροτήσουν δύο αυτόνομους τομείς. Έναν «σύγχρονο», βιομηχανικό και σχετικά ανεπτυγμένο καπιταλιστικό τομέα της οικονομίας, και έναν «παραδοσιακό» τομέα με χαμηλή παραγωγικότητα διότι βασίζεται σε προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής και εκμετάλλευσης. Οι δύο τομείς είναι σύμφωνα με τον Szentes ασύνδετοι και γι’ αυτό το σχήμα του ονομάστηκε δυαδισμός. Το κέντρο προκαλεί εσωτερική αποδιάρθρωση των υπανάπτυκτων χωρών, που στην ουσία αποτελούν «δύο κοινωνίες». «H αποδιάρθρωση έχει ως συνέπεια το να μη μεταφέρονται τα αποτελέσματα της όποιας ανάπτυξης του μοντέρνου τομέα στην υπόλοιπη κοινωνία. Αντίθετα, ο τομέας αυτός διατηρεί τις βασικές του συνδέσεις μόνο με το εξωτερικό. Δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και αυτή την

εξάρτηση εξακολουθεί να στηρίζει. Εξυπηρετεί τις ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς και όχι της εσωτερικής-εθνικής αγοράς, που παραμένει στενή και χωρίς δυναμισμό. O μοντέρνος καπιταλιστικός τομέας δεν αναιρεί λοιπόν την υπανάπτυξη. Απλώς παίρνει το χαρακτήρα ενός θύλακα στο εσωτερικό των περιφερειακών κοινωνιών. Δυαδισμός σημαίνει λοιπόν ταυτόχρονα και εσωτερική αποδιάρθρωση. H αποδιάρθρωση με τη σειρά της συνδέεται

άμεσα με την εξωστρέφεια», (Γ. Μηλιός, Θεωρίες για τον Παγκόσμιο Καπιταλισμό, σελ. 37).

Σύμφωνα με άλλους θεωρητικούς η αποδιάρθρωση δεν δημιουργεί «δύο ανεξάρτητες κοινωνίες» όπως στηρίζει η θεωρία του δυαδισμού, απλά χαλαρώνει την εσωτερική συνοχή της ενιαίας περιφερειακής κοινωνίας.

H θεωρία όμως του δυαδισμού γίνεται αντικείμενο κριτικής και από μια οπτική που υποστηρίζει ότι η εσωτερική αποδιάρθρωση της περιφέρειας είναι τόσο μεγάλη, ώστε δε θα έπρεπε να μιλάμε καν για εθνικές υπανάπτυκτες οικονομίες. H υπανάπτυκτη οικονομία αποτελείται από τομείς, από επιχειρήσεις, που παρατίθενται σχεδόν ασύνδετα μεταξύ τους, αλλά είναι έντονα ενσωματωμένες ή καθεμιά ξεχωριστά μέσα σε σύνολα που έχουν το κέντρο βάρους τους στα καπιταλιστικά κέντρα. Δεν υπάρχει στ’ αλήθεια έθνος με την οικονομική έννοια του όρου, δεν υπάρχει ολοκληρωμένη εσωτερική αγορά.

«O όρος της δομικής ετερογένειας δεν πρέπει να συγχέεται με τη διαδεδομένη θέση για τον οικονομικό και κοινωνικό δυαδισμό. Στις λατινοαμερικανικές χώρες δεν υφίστανται δύο κοινωνίες η μια δίπλα στην άλλη όπως ισχυρίζεται αυτή η θέση. Mε τον όρο ετερογένεια της κοινωνικο-οικονομικής δομής μιας ενότητας αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη οικονομικών κλάδων στους οποίους κυριαρχούν σχέσεις παραγωγής που βασίζονται σε διαφορετικές σχέσεις ιδιοκτησίας των συντελεστών της παραγωγής. Mια ετερογενής κοινωνικο-οικονομική δομή συνεπάγεται ένα ετερογενές σύστημα τάξεων. H ετερογένεια στην κοινωνικο-οικονομική και στην ταξική δομή παράγει μια ετερογένεια και στα διαφορετικά επίπεδα του εποικοδομήματος», (Cόrdova, 1973, σσ. 26-27 και 64, στο Γ. Μηλιός, Θεωρίες για τον Παγκόσμιο Καπιταλισμό, σελ. 37).

Παράλληλα, υποστηρίζεται ότι «η δομική ετερογένεια» προκαλεί μια «δομική παραμόρφωση», δηλαδή η καπιταλιστική ανάπτυξη αποκτά έναν ανισομερή και παραμορφωμένο χαρακτήρα. H δομική παραμόρφωση δε θεωρείται όμως ως αποτέλεσμα της αποδιάρθρωσης του καπιταλιστικού από τους μη καπιταλιστικούς τομείς της οικονομίας, αλλά ως το αποτέλεσμα που προκύπτει από τη συγκεκριμένη συνάρθρωση αυτών των τομέων μεταξύ τους.

Φυσικά και για τον Cordova η δομική ετερογένεια δεν είναι παρά το αναγκαστικό αποτέλεσμα της κυριαρχίας του μητροπολιτικού καπιταλισμού πάνω στις περιφερειακές κοινωνίες λόγω της διάσπασης του «παγκόσμιου καπιταλισμού» σε μια ιμπεριαλιστική μητρόπολη και μια εξαρτημένη (και ετερογενή) περιφέρεια


Σ. Ασβεστάς " Συσσώρευση, Παγκοσμιοποίηση και Οικονομική Κρίση"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου