Originally developed in French as altermondialisme, it has been borrowed into English in the form of altermondialism or altermondialization. It defines the stance of movements opposed to a neoliberal globalization, but favorable to a globalization respectful of human rights, the environment, national sovereignty, and cultural diversity.

Κυριακή 23 Μαΐου 2010

H Εναλλακτική Παγκοσμιοποίηση

Άμεσες οικονομικοκοινωνικές απαντήσεις

Μια εκ των κυριότερων πολιτικών απαντήσεων στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι η συνεργασία των εθνικών κρατών. «Η συνεργασία των εθνικών κρατών σε πολιτικό επίπεδο πρέπει να οικοδομηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περιορίζονται ή να αποκλείονται οι «υπόγειες συναλλαγές», μέσω των οποίων οι παγκόσμιες επιχειρήσεις επιτυγχάνουν την ελαχιστοποίηση των φορολογικών τους εισφορών αλλά και τη μεγιστοποίηση των κρατικών εισφορών», (Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 258). Γίνεται σαφές δηλαδή ότι παγκοσμιοποίηση δεν σημαίνει εκ των προτέρων ότι τα πάντα επαφίενται στη δικαιοδοσία των δυνάμεων της αγοράς. Λόγω της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας αλλά και μέσω αυτής «μεγαλώνει η ανάγκη δημιουργίας συναινετικών διεθνών ρυθμίσεων, καθώς και διεθνών συμβάσεων και θεσμών που θα αφορούν τις δραστηριότητες εκείνες που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα», (Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 259). Ο Όσκαρ Λαφοντέν, πρόεδρος του SPD, γενικεύει την ιδέα της διεθνούς συνεργασίας ακόμη περισσότερο: « Ακριβώς ότι ισχύει στα πλαίσια του εθνικού κράτους, αυτό πρέπει να ισχύει και για τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις: Η αγορά χρειάζεται ένα πολιτικό πλαίσιο αρχών», (Όσκαρ Λαφοντέν, στο Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 259).

Η απάντηση δηλαδή στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση βρίσκεται στην «αλληλοϋποστήριξη» που πρέπει να επιδείξουν τα εθνικά κράτη και όχι στην αναζήτηση ενός υπερεθνικού κράτους-γίγαντα, ούτε καν ενός παγκόσμιου κράτους. «Τα διεθνικά κράτη ενώνονται για να αποτελέσουν την απάντηση στην παγκοσμιοποίηση και κατ’ αυτό τον τρόπο αναπτύσσουν την περιφερειακή τους ανεξαρτησία και ταυτότητα δίπλα στα εθνικά χαρακτηριστικά. Είναι λοιπόν συνεργατικά και ταυτόχρονα ιδιαίτερα κράτη, ιδιαίτερα κράτη στη βάση των συνεργατικών κρατών», (Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 259). Κοντολογίς, ανοίγονται νέοι ορίζοντες αντίδρασης των μεταεθνικών κρατών στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση λόγω ακριβώς της διακρατικής ενότητας. Λόγου χάρη, μόνο οι ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες θα επιτρέψουν τον τερματισμό του καθεστώτος φορολογικού ντάμπινγκ και θα ξαναφέρουν τους «κατά φαντασίαν φορολογούμενους» πίσω στα ταμεία , έτσι ώστε όχι μόνο να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια κοινωνική και οικολογική Ευρώπη, αλλά να ξανακερδίσουν τη χαμένη ισχύ και δυνατότητα δράσης των μεμονωμένων κρατών. Το ερώτημα δηλαδή, γιατί επιβάλλεται τα κράτη να συνασπιστούν απαντάται εδώ με μια δόση κρατικού εγωισμού: Επειδή μόνο έτσι θα μπορέσουν να ανανεώσουν την κυριαρχία τους στα πλαίσια της παγκόσμιας κοινωνίας και αγοράς», (Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 263). Τα ανωτέρω γίνονται αντικείμενο κριτικής λόγω του ότι η ισχύς τους εξαρτάται από το αν η εξωτερική ανεξαρτησία των κρατών (έννοια κατά το πλείστον υποθετική) θα αντικαταστεί από την συμπεριληπτική κυριαρχία, δηλαδή, «αν η παραίτηση από τα δικαιώματα που είναι σύμφυτα με την κυριαρχία θα είναι μια διαδικασία παράλληλη με την ενίσχυση των δυνατοτήτων παρέμβασης στις πολιτικές εξελίξεις μέσα από τη διεθνή συνεργασία», (Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 268).

Μία εκσυγχρονιστική σκέψη επί της παγκοσμιοποίησης είναι ότι μια νέα κοινωνική πολιτική μπορεί να προσανατολιστεί στην κατεύθυνση της συμμετοχής της εργασίας στο κεφάλαιο. Δηλαδή θα αντικατασταθεί το μερίδιο της εργασίας στην αμοιβή από το μερίδιο στην ιδιοκτησία «(στο επενδυτικό κεφάλαιο, κέρδη και ζημιές) μέχρι και το παρακάτω όραμα: π.χ. ενώ η Mercedes και η Hoechst παράγουν σε όποιο σημείο του κόσμου είναι φθηνότερα, την ίδια στιγμή οι Γερμανοί ζουν ευχάριστα ως λαός επιχειρηματιών από τα ρευστοποιημένα τοκομερίδια και τις κερδοφόρες μετοχές σε όλο τον κόσμο», (Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 269). Μειονέκτημα της πολιτική αυτής είναι η σαφής οριοθέτησή της στο σύστημα εργασίας, καθώς ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ακόμη κι όταν αυτός παρουσιάζεται με τη μορφή του «λαϊκού καπιταλισμού» έχει ανάγκη την ύπαρξη ενός μίνιμουμ άλλα όχι αμελητέου ποσοστού ανεργίας.

Επιπλέον μία, εκ των πλέον ολοκληρωμένων πολιτικών απαντήσεων στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησης είναι η «οικοδόμηση και τελειοποίηση της κοινωνίας της γνώσης και της εκπαίδευσης, αύξηση - όχι περιορισμός - του χρόνου επαγγελματικής εκπαίδευσης, χαλάρωση ή και διακοπή του αυστηρού προσανατολισμού της εκπαίδευσης σε συγκεκριμένες θέσεις εργασίας και κατηγορίες επαγγελμάτων και αναπροσανατολισμός της στην κατεύθυνση απόκτησης δεξιοτήτων-κλειδιών που διευρύνουν τον επαγγελματικό ορίζοντα. Ο όρος «δεξιότητες-κλειδιά» δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται μόνο ως «ευελιξία» ή «δια βίου εκπαίδευση», διότι εμπεριέχει και τον κοινωνικό ανταγωνισμό, την ικανότητα ομαδικής δουλείας, την ικανότητα να ανταπεξέρχεται κανείς σε συγκρούσεις, την κατανόηση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, τη δικτυωμένη σκέψη, τη συμφιλίωση με τις ανασφάλειες και τα παράδοξα της Δεύτερης Νεοτερικότητας», (Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 270-271).

Παρότι η είσπραξη των φόρων είναι η βάση της εξουσίας του εθνικού κράτους, οι κυρίαρχοι μπορούν να την υποσκάπτουν ζώντας εκεί όπου είναι πιο όμορφα και πληρώνοντας φόρους εκεί όπου είναι φθηνότερα. Η αναντιστοιχία αυτή θα επιλυθεί όταν η «χωρίς σύνορα αυτοπραγμάτωση του κεφαλαίου θα συνδεθεί: πρώτον με τόπους, δεύτερον με προϊόντα. Ακόμη και το ρευστό κεφάλαιο πρέπει να «εγκατασταθεί» κάπου – να συνδεθεί με τοπικούς πολιτισμούς, εκπληρώνοντας ταυτόχρονα το νομοθετικό-πολιτικό πλαίσιο που αυτοί θέτουν, κάτι το οποίο σημαίνει επίσης: Να δικαιολογήσει την ύπαρξη και λειτουργία του μέσα σε αυτούς, να παραγάγει αγαθά και υπηρεσίες που θα αγοράζουν οι άνθρωποι, δηλαδή θα μπορούν ακόμα και να τα επιλέγουν», (Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 273).

Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις απειλούν την κρατική κυριαρχία λόγω του ότι μπορούν να στερήσουν από την κοινωνία τους υλικούς της πόρους. Τέτοιοι είναι οι φόροι (όπως είδαμε παραπάνω), το κεφάλαιο και οι θέσεις εργασίας. Μια πρόταση έτσι ώστε να ανταποκριθεί η κοινωνία στη στέρηση θέσεων εργασίας είναι η δημόσια εργασία ή η εργασία των πολιτών. Πρόκειται για εργασία που έχει σκοπό τη βοήθεια προς τους ηλικιωμένους, τους αναξιοπαθούντες, τους αναλφάβητους, τους άστεγους, τους αποκλεισμένους, αλλά και εργασία επικεντρωμένη σε οικολογικούς σκοπούς κ.α. Για να θεωρηθεί ελκυστική εναλλακτική πρόταση η δημόσια εργασία θα πρέπει να διέπεται από εθελοντικότητα ή αυτοοργάνωση και να αποτελεί μία δημόσια δαπάνη. Τα χρήματα θα προέρχονται από την κοινωνική πρόνοια και τα επιδόματα ανεργίας καθώς οι άνεργοι θα έχουν τη δυνατότητα να να επιλέξουν είτε να παραμείνουν άνεργοι είτε να ενεργοποιηθούν εθελοντικά προσφέροντας δημόσια εργασία. Μειονεκτήματα της δημόσιας εργασίας είναι η δημιουργία πολιτικής εξάρτησης εργαζομένων και κομμάτων ή δημοτικών αρχών καθώς και ανταγωνισμού μεταξύ των μορφών δημόσιας εργασίας αλλά και των μορφών δημόσιας εργασίας και εργασίας με σκοπό το βιοπορισμό. Συνεπώς προκύπτουν ποικίλες συγκρούσεις λόγω τριβών και αποκλεισμών.

Μια ακόμη αλλαγή που επιφέρει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι ο μαρασμός του έθνους-εξαγωγέα. Η σημασία της έννοιας του μαρασμού του έθνους-εξαγωγέα αποδίδεται επαρκώς στο γεγονός ότι: «οι χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, σύντομα δε ακόμη και η Κίνα, θα είναι σε θέση να παράγουν το ίδιο καλά και φθηνότερα αυτά που ήταν μέχρι σήμερα το σήμα κατατεθέν της Γερμανίας: αυτοκίνητα, μηχανολογικό εξοπλισμό, ψυγεία», (Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 279). Εκείνο που πρέπει να κάνουν οι ανεπτυγμένες οικονομίες λοιπόν, ώστε να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στην περίοδο της Δεύτερης Νεοτερικότητας είναι να αποκτήσουν νέες διαφοροποιήσεις. Οι διαφοροποιήσεις αυτές θα μπορούσαν να αφορούν, την ανάπτυξη οικολογικών προϊόντων, «την ανάπτυξη υψηλά εξατομικευμένων προϊόντων και υπηρεσιών καθώς και των αντίστοιχων μεθόδων εργασίας και παραγωγής, που από την πλευρά τους είναι πιθανά αποτέλεσμα έντασης εργασίας, σε κάθε περίπτωση όμως πρέπει να είναι περισσότερα εντατικά όσον αφορά την εργασία (διότι η εξατομίκευση των προϊόντων και της παραγωγής είναι το αντίθετο της αυτοματοποίησης της παραγωγής), την αποφυγή επικίνδυνων αγορών, την επανα-περιφερειοποίηση των αγορών μέσω της μείωσης των επιδοτήσεων που εξασφαλίζουν το χαμηλό κόστος μεταφοράς και τέλος, «το ξεπέρασμα των εμποδίων που ορθώνονται στο δρόμο για την πολιτισμική ομογενοποίηση, τα οποία καθιστούν το έθνος-εξαγωγέα γελοία ακατάλληλο μοντέλο σε σχέση με την πολυμορφία της παγκόσμιας κοινωνίας», (Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 284).

Τέλος, διαφαίνονται τέσσερις διαφορετικές διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού (απόρροια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης) που αντιμετωπίζονται με τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Οι διαστάσεις αυτές είναι: το γεγονός ότι ανοίγει η «ψαλίδα» ανάμεσα στα εισοδήματα. «Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης ισχύουν τα εξής: Πρώτο, η εργασία γίνεται διαρκώς φθηνότερη. Το κεφάλαιο γίνεται ολοένα πιο λίγο και πιο ακριβό», (Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 293). Δεύτερο, η ανεργία και η φτώχια αγγίζουν όλο και πιο πολλές ομάδες έστω και περιστασιακά. «Στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης δημιουργείται ένα καινούριο «λούμπεν προλεταριάτο» (Μαρξ), μια κατηγορία αποκλεισμένων η οποία μεγαλώνει συνεχώς», (Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 295). Τρίτο, «η φτώχια και η ανεργία ακολουθούν ολοένα και λιγότερο τα στερεότυπα των κοινωνικών τάξεων και για το λόγο αυτό είναι δυσκολότερο να χαρακτηριστούν και να μετασχηματιστούν σε πολιτική δύναμη. Δεν είναι η ανεργία η μοναδική πύλη που οδηγεί στη φτώχεια και τον κόσμο των αστέγων, αλλά υπάρχουν και άλλες, όπως για παράδειγμα, ένα διαζύγιο, μια ξαφνική ασθένεια, η διαμαρτυρία ενός δανείου ή μιας δόσης για ένα σπίτι που έχει αγοραστεί με χρηματοδότηση», (Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 294). Τέταρτο, αυτό που παλιά χαρακτηριζόταν ως πεπρωμένο της τάξης αντιμετωπίζεται από τον σύγχρονο-εξατομικευμένο άνθρωπο σαν προσωπικό πεπρωμένο. Για την αντιμετώπιση των ανωτέρω, προτείνεται η οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου που θα περιλαμβάνει: «την δημιουργία και την ανάπτυξη βασικών διασφαλίσεων, την ενίσχυση των κοινωνικών δικτύων πρόνοιας και αυτοοργάνωσης», (Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση;, σελ. 297), και εν γένει την διασφάλιση ότι θα τεθούν και θα διατηρηθούν ζωντανά στα κέντρα της παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών τα ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η αντισυστημική προσέγγιση

Σύμφωνα με μία άλλη αντισυστημική προσέγγιση, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χρησιμεύσει η σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ως αντικειμενική βάση για την οικοδόμηση μιας νέας δημοκρατικής κοινωνίας. Η τελευταία, προϋποθέτει τη δημιουργία ριζικά νέων (αυτόνομων) οικονομικών και πολιτικών δομών. Δηλαδή, έναν συνολικό κοινωνικό και οικονομικό μετασχηματισμό. Καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία του κοινωνικοοικονομικού μετασχηματισμού «μπορούν να διαδραματίσουν κυρίως οι αυτοδιαχειριστικές μορφές οργάνωσης των οικονομικών μονάδων, με την προϋπόθεση ότι οι εναλλακτικές αυτές μορφές δεν αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά θα εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σχέδιο μετασχηματισμού και ριζικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας, η οποία δε θα περιορίζεται μόνο σε εθνικό και τοπικό πλαίσιο, αλλά θα έχει και αυτό είναι το σημαντικότερο, περιφερειακή και διεθνή διάσταση», Η. Νικολόπουλος και Σ. Σπυριούνη, Οικονομική της Διοίκησης, σελ. 83.

Εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης και Μετά-μαρξισμός

Προσφάτως, διατυπώθηκαν δύο είδη νέο-ορθόδοξων Μαρξιστικών προσεγγίσεων πάνω στο θέμα της παγκοσμιοποίησης: Η προσέγγιση της «υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης» και η αντίληψη της παγκοσμιοποίησης ως «αυτοκρατορίας». Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις ασκούν σκληρή κριτική στην οικονομικοτεχνική προσέγγιση στη βάση του ότι «η τελευταία όχι μόνο δε βλέπει το προφανές γεγονός ότι οι διάφορες διαδικασίες παγκοσμιοποίησης που λαμβάνουν χώρα αυτή τη στιγμή είναι πραγματικές, αλλά ακόμη χαρακτηρίζει ανόητα την παγκοσμιοποίηση ως ένα είδος ιδεολογίας», (Τάκης Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση και Αριστερά, Ελευθεροτυπία, 03/09/2002).

ΗηηξιοξκΗΗΗΚΓγγΥΓΓΓ

Η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης βλέπει την παγκοσμιοποίηση ως ένα νέο φαινόμενο που αποτελεί συνέπεια μια σειράς τεχνολογικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών-ιδεολογικών καινοτομιών. Κινητήριος δύναμη που προκάλεσε τις ανωτέρω αλλαγές είναι, σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ανάδυση κατά τον εικοστό αιώνα, των πολυεθνικών επιχειρήσεων που είναι επιχειρησιακές μορφές ριζικά διαφορετικές από τις επιχειρήσεις του παρελθόντος.

Αντίστοιχα, σύμφωνα με την αντίληψη της παγκοσμιοποίησης ως αυτοκρατορία των Hardt και Negri, η παγκοσμιοποίηση δεν καθιερώνει κάποιο εδαφικό κέντρο εξουσίας ούτε στηρίζεται σε σταθερά σύνορα. «Είναι ένας αποκεντρωμένος μηχανισμός εξουσίας που προοδευτικά ενσωματώνει το σύνολο του πλανητικού χώρου μέσα στα ανοιχτά και διαρκώς επεκτεινόμενα σύνορα του, πράγμα που αποκλείει την αντίληψη περί «κακής» Αμερικής και «καλής» Ευρώπης.

Αξιοπερίεργο είναι το γεγονός ότι και οι δύο αυτές προσεγγίσεις της φύσης της παγκοσμιοποίησης καταλήγουν να αναπαραγάγουν τα μεταρρυθμιστικά συμπεράσματα. Οι Hardt και Negri λοιπόν, προτείνουν την «επιστροφή σε κάποιο είδος διεθνούς κρατισμού που θα έλεγχε την παγκοσμιοποίηση εξασφαλίζοντας την ελεύθερη κίνηση εργασίας, ένα κοινωνικό μισθό και εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα για όλους, ελεύθερη πρόσβαση στις πηγές γνώσεις, πληροφοριών, επικοινωνιών κ.λπ.», (Τάκης Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση και Αριστερά, Ελευθεροτυπία, 03/09/2002). Οι Hardt και Negri, θεωρούν την παγκοσμιοποίηση ευπρόσδεκτη, «ως μια αντικειμενική βάση στην οποία θα μπορούσε να χτιστεί μια (ασαφής) «εναλλακτική παγκοσμιοποίηση», (Τάκης Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση και Αριστερά, Ελευθεροτυπία, 03/09/2002).

Όπως είναι γνωστό, ο Μαρξ υποστήριξε ότι οι δύο βασικές τάξεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η αστική τάξη και το προλεταριάτο. Ο Negri και ο Hardt τοποθετούν στη θέση της κατηγορίας (της έννοιας) αστική τάξη την αυτοκρατορία και στη θέση της κατηγορίας του προλεταριάτου εκείνη του πλήθους. Οι ανωτέρω διανοητές δεν θα μπορούσαν να προτείνουν αυτές τις ριζικές τροποποιήσεις των αρχικών κατηγοριών του Μαρξ εάν αυτές δεν είχαν μπει ήδη σε μια ιστορική κρίση. Σ' ότι αφορά την αστική τάξη: ο τρόπος καπιταλιστικής παραγωγής αναπαράγεται σήμερα με μια κυρίαρχη τάξη που δεν έχει πια τα χαρακτηριστικά της κλασικής αστικής τάξης. Διαφαίνεται η δημιουργία κάποιου είδους μετα-αστικού καπιταλισμού. Σ' ότι αφορά το προλεταριάτο: η παλιά εργατική τάξη των κεντρικών ιμπεριαλιστικών χωρών φαίνεται τώρα πια ότι στρατηγικά ενσωματώθηκε, ενώ νέα κοινωνικά, εκμεταλλευόμενα υποκείμενα, όπως οι φτωχοί μετανάστες ή οι εποχικοί ελαστικοί εργαζόμενοι αναπτύσσουν μορφές πολιτικής και κοινωνικής συνείδησης πολύ διαφορετικές από εκείνες που προβλέπει ο κλασικός μαρξισμός. Όλα τα παραπάνω υποδεικνύουν την αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού τόσο της αστικής τάξης όσο και του προλεταριάτου. Σχετικά με την εθνική κυριαρχία και το εθνικό κράτος η θεωρία της αυτοκρατορίας ισχυρίζεται ότι και τα δύο εξαφανίζονται σταδιακά γεγονός που οδηγεί στην πλήρη καπιταλιστική ενιαιοποίηση του κόσμου, πράγμα που για τους Νέγκρι και Χαρντ αποτελεί βασική προϋπόθεση για την μετάβαση στον κομμουνισμό. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μετατροπή του ιμπεριαλισμού αλλά το οριστικό του τέλος. Είμαστε -λένε- οι Negri και Hardt σε μια αυτοκρατορική εποχή δίχως ιμπεριαλισμό, σε μια παγκοσμιοποιημένη αυτοκρατορία, αποεδαφοποιημένη (σ.σ. δίχως εθνικό κέντρο) της οποίας οι ΗΠΑ δεν είναι το κυρίαρχο κέντρο αλλά μόνο ένα είδος ένοπλης αστυνομίας. Δεν πρέπει να συγχέεται ο ισχυρισμός των Negri και Hardt περί πλήρους καπιταλιστικής ενοποίησης του κόσμου με την ιδέα της Προόδου. «Σήμερα ελάχιστοι υιοθετούν την ιδέα της προόδου που συνεπάγεται επίσης την υιοθέτηση τέτοιων «προοδευτικών» συμπερασμάτων όπως το Μαρξιστικό συμπέρασμα για τον δήθεν «προοδευτικό» ρόλο της αποικιοκρατίας…», (Τάκης Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση και Αριστερά, Ελευθεροτυπία, 03/09/2002). Πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο. Το γεγονός ότι η αναπαραγωγή του καπιταλισμού στη φάση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης συνεπάγεται ταυτόχρονα την αναπαραγωγή των ιδιαίτερων αντιφάσεων της περιόδου αυτής. «Στην κατεύθυνση της καθιέρωσης εναλλακτικών οικονομικών σχέσεων συντείνουν πλέον και οι πραγματοποιούμενες αλλαγές στην παραγωγική δομή του κυρίαρχου συστήματος στο πλαίσιο της συντελούμενης παγκοσμιοποίηση, με την εμφάνιση και ανάπτυξη αφενός της τοπικοποίησης της παραγωγής και αφετέρου της επιχείρησης-δίκτυο», (Ch.-Alb. Michalet, σελ.118 και 189-190, στο Η. Νικολόπουλος και Σ. Σπυριούνη, Οικονομική της Διοίκησης, σελ. 85). Επομένως, οι σχέσεις ανάμεσα στο πολιτικό, το οικονομικό αλλά και το τοπικό, το περιφερειακό και το παγκόσμιο επαναπροσδιορίζονται σε νέα βάση ακριβώς λόγω της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης στην οικονομία. Ο επαναπροσδιορισμός αυτός «δίνει τη δυνατότητα εμφάνισης και εξάπλωσης νέων μορφών και σχέσεων, περισσότερο κοινωνικών και αλληλέγγυων», (Η. Νικολόπουλος και Σ. Σπυριούνη, Οικονομική της Διοίκησης, σελ. 85).


Σ.Δ.Ασβεστάς"Συσσώρευση, Παγκοσμιοποίηση και Οικονομική Κρίση"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου